- φυγοδικία
- η, ΝΜΑ [φυγόδικος]το να φυγοδικεί κανείς, το να είναι κανείς φυγόδικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυγοδικία — η η αποφυγή δίκης, η μη εμφάνιση σε δικαστήριο την ημέρα της δίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυγοδικίας — φυγοδικίᾱς , φυγοδικία avoidance of a trial fem acc pl φυγοδικίᾱς , φυγοδικία avoidance of a trial fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουντουμαντζιόα — κουντουμαντζιόα, ἡ (Μ) φυγοδικία, δίκη ερήμην τού κατηγορουμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. countumaco] … Dictionary of Greek